Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Ένα σκίτσο από το μακρινό... Περού!


Ξαφνικά! Τα κατακόκκινα πέταλα άνοιξαν σαν βεντάλια! Η παπαρούνα άνθισε... και ο ήλιος φάνηκε για άλλη μια μέρα πάνω από το βασίλειο του μακρινού Περού...

Μια ηλιαχτίδα ξέφυγε και τρύπωσε στον πιο ψηλό πύργο του κάστρου του βασιλιά Σελήνιου και της βασίλισσας Αστέρως. ΣΤο ανατολικό δωμάτιο! Εκεί που κοιμώταν η μεγάλη τους κόρη! Η πριγκίπισσα Άρια... Με μακριά, ίσια, κατακόκκινα μαλλιά και ένα απαλό κατάλευκο δέρμα... Σαν τα σύννεφα του ουρανού! Και κάτι μεγάλα εκφραστικά μάτια... Σαν αλώνια τη νύχτα! Μελαγχολικά τις περισσότερες φορές!...

Σηκώθηκε από το κρεβάτι της και βγήκε στο μπαλκόνι. Ύψωσε το κεφάλι της προς τον ήλιο και έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει το ζεστό του άγγιγμα! Άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα παλιό γαλλικό τραγούδι. Πάντα τη γοήτευε οτιδήποτε γαλλικό!

Καθώς τραγουδούσε, άκουσε και μια δεύτερη φωνή να τραγουδάει μαζί της. Κοίταξε στο διπλανό μπαλκόνι και είδε τη μικρή της αδελφή να της γνέφει χαρούμενα. Τη μικρή πριγκίπισσα Φλούγγα. Ήταν ένα χρόνο μικρότερη από την Άρια κι έτσι ήταν πολύ δεμένες οι δυο τους. Αγαπημένη ασχολία της Φλούγγα ήταν να τεμαχίζει τον καπνό από το αρωματικό στικ σε μικρά μοσχομυριστά κομματάκια.

"Καλημέρα Άρια, πώς είσαι?" Είπε χαμογελαστά η Φλούγγα.

"Μια χαρά μικρή μου. Εσύ βλέπω έχεις κέφια!" Αποκρίθηκε η Άρια.

"Ναι! Είμαι ευτυχισμένη" είπε η μικρή. "Έχεις όρεξη για μία βόλτα στο δάσος?"

"Φυσικά γλυκιά μου!" απάντησε χωρίς να σκεφτεί.

Με το άκουσμα της καταφατικής απάντησης η μικρή έτρεξε μέσα στο δωμάτιό της, κάθησε πάνω σε μια βελούδινη πολυθρόνα και τότε...

...τότε η πολυθρόνα ανυψώθηκε και έμεινε να αιωρήται μερικά εκατοστά πάνω από το έδαφος! Η Φλούγγα χαμογέλασε ευχαριστημένη!...

(συνεχίζεται...)

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Καραμελωμένα μύγδαλα.

Έδεσε δυο φορές το κασκόλ γύρω από το λαιμό της ,ο διπλανός πότης προθυμοποιήθηκε να τραβήξει τη μια άκρη για να σφίξει η θηλιά .Εκείνη το σκέφτηκε ,του χαμογέλασε και έπειτα δείλιασε γι ακόμη μία φορά.Είπε "ευχαριστώ" κι άναψε τσιγάρο.Τέσσερα βήματα μέχρι την έξοδο,τρία σκαλοπάτια προς τα πάνω και έφτασε τη βροχή που χάζευε εδώ και ώρα.Εκείνος την περίμενε στην πόρτα του διπλανού μαγαζιού .Κακή συνεννόηση.Μαζί με την βροχή είχε δει κι εκείνον να περνάει.
Χαιρετήθηκαν απαλά(πως σκατά χαιρετάς κάποιον απαλά;;) και περπάτησαν προς τη μηχανή του.Πρέπει να είναι οι ίδιοι στην γωνία της εκκλησίας.Έχει περάσει μήνας και δε θυμάμαι καθαρά.


Επόμενο μαγαζί,αλλαγή μουσικής~λίγο όχι πολύ~μια μπύρα για να κατεβεί πιο ευχάριστα το κτήμα Χατζημιχάλη,Γεροβασιλείου και το μισό του Μπουτάρη που είχε εκείνη κατεβάσει προηγουμένως.Πριν το πρώτο ποτό την είχε φιλήσει ,όπως πάντα σωστά υπολογίζει.Δεν ένιωσε τα δάχτυλα και τις ανάσες από το κρύο κι έτσι προσποιήθηκε το πάθος που εκείνος ήθελε να δει.Δεν κράτησε πολύ η παρέα του μαγαζιού.Το διαλύσαν προτού πάει τρεις.









Στο ξενοδοχείο εκείνος ήθελε να βιώσει τις 9μιση εβδομάδες κι εκείνη μονάχα να κοιμηθεί στα κόκκινα στρωσίδια.Κάνανε ένα χλιαρό σεξ (όπως θυμάμαι να λέει η αυγή) και έπειτα κοίμισαν τα ξεχωριστά τους όνειρα στα μαξιλάρια ξυπνώντας που και που για να δουν την ώρα.Για τρεις ώρες πληρωμένο το δωμάτιο.Η μια μιση πέρασε αιφνιδιαστικά ήσυχα για τους διπλανούς ενοίκους.

Ξύπνησαν χωρίστηκαν κι εκείνη ορκίστηκε από μέσα της πως δεν αρκεί.
Σηκώθηκαν,χωρίστηκαν κι εκείνος ξύπνησε μετά.


Αν όλα όσα δεν ήθελε ,τα αφαιρούσε ξαφνικά από τη ζωή της εκείνη θα άδειαζε επικίνδυνα.Φίλοι ούτε για δείγμα και ο έρωτας μονάχα για έναν αλκοολικό 50αρη θα τη γέμιζε.Φίλησε τα χείλη του τελευταίου επίδοξου έρωτα ~όχι αυτός με τη μηχανή ~ και χάθηκε στην άβυσσο της βιβλιοθήκης της σχολής.

Ο Χέγκελ έλεγε για ένα πνεύμα που παλεύει να εξελιχθεί ,να αγαπήσει και εν τέλει να αγαπηθεί.Αν αρνιόταν λοιπόν "να βάλει το χέρι της μπροστά" για να προστατέψει τον εαυτό της ήταν γιατί πίστευε πως όταν θα έφτανε η στιγμή θα έχανε την πρώτη ματιά με τα αστέρια και τα καραμελωμένα σύννεφα (που έλεγε κ ένα χειροκρότημα).